παραλείπω

παραλείπω
ΝΜΑ
1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος
2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ' εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.)
3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι ανεκτέλεστο, παραμελώ («παρέλειψα να διαβάσω την επιστολή που μού έστειλε»)
4. φρ. «Παραλειπομένων Βίβλος»
εκκλ. τίτλος ιστορικού βιβλίου τής Παλαιάς Διαθήκης το οποίο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τους Εβδομήκοντα και περιλαμβάνει όσα παραλείφθηκαν από προγενέστερα ιστορικά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαίτερα από τα βιβλία Α'-Δ' Βασιλειών
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραλειπόμενα
όσα παραλείπει κανείς ως περιττά ή ευκόλως εννοούμενα
νεοελλ.
φρ. «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» — παραλείπεται, παρασιωπάται ό,τι υπάρχει η δυνατότητα να εννοηθεί εύκολα
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον τον χρόνο να κάνει κάτι («οὐδενὶ τῶν ἄλλων παραλιπὼν λόγον», Αισχίν.)
2. δεν λαμβάνω υπ' όψιν μου σε διαθήκη
3. παύω, σταματώ να κάνω κάτι
4. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ.) τὰ παραλελειμμένα
όσα έχουν παρασιωπηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλείπω — leave on one side pres subj act 1st sg παραλείπω leave on one side pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλείπω — παραλείπω, παρέλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλείπω — παρέλειψα, παραλείφθηκα, αφήνω κάτι στη μέση, εξαιρώ, παρασιωπώ σκόπιμα ή από λάθος: Παρέλειψα να σας ενημερώσω αμέσως. – Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλελειμμένα — παραλείπω leave on one side perf part mp neut nom/voc/acc pl παραλελειμμένᾱ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc/acc dual παραλελειμμένᾱ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλείπῃ — παραλείπω leave on one side pres subj mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres ind mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλειπομένων — παραλείπω leave on one side pres part mp fem gen pl παραλείπω leave on one side pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλειπόμενον — παραλείπω leave on one side pres part mp masc acc sg παραλείπω leave on one side pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλειπόντων — παραλείπω leave on one side pres part act masc/neut gen pl παραλείπω leave on one side pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελειμμέναι — παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc pl παραλελειμμένᾱͅ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελειμμένον — παραλείπω leave on one side perf part mp masc acc sg παραλείπω leave on one side perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”